Friday, December 29, 2006

ΡΑΙΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ


Das Stundenbuch (Το Ωρολόγιο)

Το βιβλίο της μοναστικής ζωής


Γείτονα Θεέ, αν σε μακριά νυχτιάν
με χτύπους δυνατούς, καμιά φορά σ’ έχω ενοχλήσει,
είναι γιατί , σπάνια την ανάσα σου ακούγοντας , είχα ανησυχήσει
και ξέρω: είσαι ολομόναχος στην κάμαρα. Αν
κάτι χρειάζεσαι, κανείς δεν είναι στο πασπάτεμά σου
να τρέξει να σου φέρει ένα νερό:
Πάντα ακρουμάζομαι . Δώσε ένα μικρό
σημάδι μόνο. Είμαι πολύ κοντά σου.

Μόνο ένας τοίχος φτενός ανάμεσά σας
βρίσκεται κατά τύχη. Ω ναι, θα το μπορούσε
μια κραυγή μόνο από τα στόματά μας
ευτύς να τον κυλούσε
χάμω, δίχως κρότο και δίχως ταραχή.

Έχει απ’ τις εικόνες σου χτιστεί.

Κι οι εικόνες σου ως ονόματα στέκουν εμπρός σου.
Κι όταν ανάβει μέσα μου έξαφνα το φως σου
που μ’ αυτό το βάθος μου σ’ αναγνωρίζει,
στα πλαίσια του μια λάμψη το σκορπίζει.

Κ’ οι αισθήσεις μου που γρήγορα έχουν παραλύσει
ανέστιες είναι κι από σε έχουν χωρίσει

(Μετάφραση Άρη Δικταίου )


Ο ποιητής (από τα Neue Gedichte)

Μακρυά από μένα φεύγεις Ώρα
Και το φτεροκόπημά σου με πληγώνει ακόμα.
Μόνος: Τι να το κάμω πια το στόμα;
Τι τη νύχτα μου; τι να κάμω τη μέρα μου τώρα;

Δεν έχω σπίτι ,δεν έχω αγαπημένη,
γωνιά δεν έχω η ζωή μου ν ακουμπήσει.
Το κάθε τι που του δίνομαι πλουταίνει
και θα με σπαταλήσει.
(μετάφραση Άρη Δικταίου)





28 Δεκεμβρίου 1926 (ξημερώνοντας η 29)

Ο ποιητής που τραγούδησε «φώναξε με , αγάπη, φώναξε με, στο νυχτωμένο σπίτι ν’ ακουστεί η φωνή σου …» , ο ποιητής που τόλμησε να το ευχηθεί «Πρέπει να πεθαίνει κανείς γιατί τις ξέρει. Να πεθαίνει στην άφατη του χαμόγελου άνθηση , να πεθαίνει στ’ ανάλαφρά των χέρια . Να πεθαίνει πλάι σε γυναίκες…» γκρέμισε των Τοίχο των Εικόνων , για να ψάξει για τον Μεγάλο Τρομαγμένο….

Friday, December 22, 2006

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΓΚΟΝΤΟ





22 Δεκεμβρίου 1989. Ο Σάμιουελ Μπέκετ βαρέθηκε να περιμένει το Γκοντό και πήγε να τον συναντήσει .

Thursday, December 21, 2006

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ



21 Δεκεμβρίου 1998. Πέρασε προς την Ελευθερία ο Μιχάλης Κατσαρός (γεν. 1923) . Ας διαβάσουμε τη διαθήκη του.

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει : Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες στις παρελάσεις
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουν το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία.

Wednesday, December 20, 2006

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΝΤΙΚΙΑ


Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να κάνεις στη ζωή σε βάρος
εκείνων που ονειρεύεσαι και αγωνίζεσαι ν' αποχτήσεις

John Steinbeck "Of Mice and Men"

JOHN STEINBECK

Αφού δοκίμασε όλα "τα σταφύλια της οργής" , ανάμεσα σε"ανθρώπους και ποντίκια" , ο βάρδος των ανθρώπων John Steinbeck πέρασε "Ανατολικά της Εδέμ" , αναζητώντας στις ουράνιες βοσκές "τον Αγνωστο Θεό" στις 20 Δεκεμβρίου 1968 .
"Ύστερα απο την αναμφισβήτητη ανάγκη της ζωής και της αναπαραγωγής, ο άνθρωπος λαχταρά ν ' αφήσει ένα σημάδι του εαυτού του, μιά απόδειξη, ίσως, πως κάποτε ήταν στη ζωή. Αφήνει αυτή την απόδειξη στο ξύλο, στην πέτρα, ή στη ζωή άλλων ανθρώπων. Ο μεγάλος αυτός πόθος υπάρχει σ' όλους, απο το παιδί που γράφει βρωμόλογα σ΄ένα δημόσιο αποχωρητήριο ως το Βούδα , που χαράσσει τη μορφή του στο πνεύμα της φυλής. Η ζωή είναι τόσο φαινομενική. Νομίζω πως αμφιβάλλουμε σοβαρά άν υπάρχουμε και προσπαθούμε να τ' αποδείξουμε με κάθε τρόπο"
John Steinbeck "Pastures of Heaven" (μετ. Σοφίας Μαυροειδή- Παπαδάκη)

Tuesday, December 19, 2006

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (ΑΛΟΝΖΑΝΦΑΝ)


Δέκα χρόνια χωρίς το μεγάλο ηθοποιό
(19-12-1996)

EDITH PIAFF



19 Δεκεμβρίου 1915

Γεννιέται το "σπουργιτάκι" με τη βαθιά φωνή.

ΑΝ ΔΕ ΜΟΥΔΙΝΕΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΥΡΙΕ



Αν δε μού δινες την ποίηση Κύριε
δε θάχα τίποτε για να ζήσω


ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (19-12-1912 - 1991)

Monday, December 18, 2006

ΤΟΠΙΟ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ







Έν' αλλόκοτο φεγγάρι , σαν ένα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο και στημένο μες στη μέση του πελάγου,

μια βουβή μεγάλη ξέρα, πιό γυμνή κι απο παλάμη,
μ΄ένα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό μικρό καλάμι,

κ' ένας ίσκιος - ένα κάτι, που δεν ξέρω τι έχει χάσει,
κι απο τότε φέρνει γύρα, μή μπορώντας να ησυχάση,

-παγωμένο το χαμένο κι΄όλο φως εκείνο τρίο,
σιωπούσε κι αγρυπνούσε, μες στη νύχτα, μες στο κρύο...

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ (1889-1944)



Saturday, December 16, 2006

ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ








Όλος ο κόσμος "φλογερό"
καμίνι" τ΄ονομάζει
διότι ... τούβλα κάποτε
και κεραμίδια βγάζει

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΗΣ (1860-1938)

Tuesday, November 28, 2006

ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΜΝΗΜΕΣ (χαι-κου)

Όχθη της νύχτας.
Στο λιβάδι της βροχής
οι μικρές μνήμες

Οι μικρές μνήμες
με σταγόνες βροχής
ξαναγυρίζουν

Οι μικρές μνήμες
δέντρα καθρεφτισμένα
μοσχομυρίζουν

Μοσχομυρίζουν
τ' ανθισμένα χείλη σου
πίσω στο χρόνο

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Monday, November 27, 2006

ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ












(πάνω στο ποίημα του James Joyce All day... )

Όλη τη μέρα των υδάτων τη φωνή
ακούω βαριά ν ' αναστενάζει
σαν το θαλασσινό - θλιμμένος- το πουλί,
που , μόνο, τα φτερά του δοκιμάζει
κι ακούει των ανέμων την κραυγή
στο κύμα το μονότονο, που σπάζει

Όπου κι αν πάω τώρα με φυσούν
οι παγωμένοι άνεμοι κι οι γκρίζοι.
Και μέσα μου το νιώθω να λυσσούν
κι η θάλασσα βαριά ν΄ αντιβουίζει.
Κι ακούω να κυλά, νύχτα και μέρα
παλίρροια κι εδώ και προς τα πέρα.

Γ.Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Monday, November 20, 2006

ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ

Χορδές ηχούν του γάμου τη χαρά.
Τα τύμπανα βογγούνε τ΄ όνομά σου
και λαχταρώ να βρίσκομαι σιμά σου
και να φορώ τ' αγγέλου τα φτερά.

Μα γλίστρησα στου πόνου το σκαλί
και σκίστηκε το ρούχο μου σε ράκη.
Του δαίμονα με κρώζει το κοράκι
κι άβυσσος την άβυσσο καλεί.

Στην έρημο να φύγω προσπαθώ
και να χαθώ στην αγκαλιά της άμμου.
Μα κάτι πάντα σέρνεται κοντά μου
και τρώει της ψυχής μου τον ανθό.

Της ύπαρξης σηκώνω το σταυρό.
Που είν΄ο Γολγοθάς να με λυτρώσει
κι ένδυμα καινούργιο να μού δώσει
τη θύρα του νυμφώνα σου να βρω;

Γ. Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Monday, November 13, 2006

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ











"Δεν πρέπει" - είπε η κουκουβάγια στον αγριοπετεινό -
"δεν πρέπει να τραγουδάς τον ήλιο.
Ο ήλιος δεν είναι σπουδαίος"

Ο αγριοπετεινός έβγαλε
τον ήλιο απ' το τραγούδι του.

"Είσαι ένας καλλιτέχνης"
είπε η κουκουβάγια στον αγριοπετεινό.

Κι ήταν κιόλας σκοτάδι...

Reiner Kunze

(Απόδοση Γ.Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ)

Thursday, November 09, 2006

LARVATUS PRODEO












Τη μάσκα μου σας δείχνω. Προχωρώ…
Σπόρος που πάει το φως να συναντήσει,
το πρώτο βήμα σ’ άγνωστο χορό ,
κι άνεμος σε βρεγμένο κυπαρίσσι.

Τη μάσκα μου σας δείχνω. Τη φορώ
σαν κάτι που ζητά να σας θυμίσει
του σκοτεινού καθρέφτη τον καιρό ,
τη φλόγα π’ όλο σβήνεται στη δύση

Τη μάσκα μου σας δείχνω, την πληγή
-καρδιά πάντα στο μέρος που πετρώνει
το παρελθόν, τη στάχτη ,την οργή
σκιάς π’ ανθεί στ’ ονείρου το σεντόνι

Μονάχος, με τα χείλη της ερήμου,
και πώς ν’ αποκριθώ με τη φωνή μου;

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Saturday, October 28, 2006

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΣΠΟΥΡΓΙΤΗ


Χειμώνιασε ... Καιρός να γυρίσει σπίτι του , εκείνο το μικρό αλητάκι...









ΚΑΙ ΚΑΠΝΟΝ ΑΠΟΘΡΩΣΚΟΝΤΑ

Αναδεύω της μνήμης τη στάχτη
γυρεύοντας άκαυτες λέξεις.
Δυό μικρά καρβουνάκια, τα μάτια της,
στης καρδιάς μου τα ξύλα.
Ποιά φιλιά προσανάμματα
στα χαρτιά των ονείρων;
Μάταια, μάταια, χείλη μου
κι η βροχή θα σας σβήνει...
Να μή δεί στον ορίζοντα
τον καπνό π' αποθρώσκει.

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Σε βλέπω.
Μέσα στον ερεβώδη τυφώνα του πόθου σου.
Γυμνές λέξεις και επιθυμίες
που φωνάζουν στους δρόμους,
σέρνοντας τα κουρέλια της λύπης,
με χέρια ν ανεμίζουνε φτερά
-λείψανον πεπαλαιωμένης έξεως-
κι ο χορός της κιμωλίας στο μαυροπίνακα
ν' αθροίζει τα μηδενικά των αισθημάτων.
Θέλω να σου γράψω
μα σβήνει το μελάνι στο χαρτί...
Μ΄ αρνούνται οι στίχοι

NEKYIA

Κήπος του ονείρου.
Ο ήλιος βούλιαζε
και στα φύλλα της μηλιάς
γλιστρούσεν η σκιά μου,
πρόσταγμα σιωπής
στων τζιτζικιών την τάξη.
Στο μικρό αυλάκι
έρμαιο το φύλλο της ελιάς
κι ο Οδυσσέας των μυρμηγκιών
για τη νήσο των μακαρίων.
Κάπνιζε ακόμα το τζάκι μας...
Όλο μου το αίμα
κι όλα μου τα δάκρυα
πλημμύριζαν τους λάκκους.
Κι εσύ έπινες,
έπινες αχόρταγα , μάνα μου,
και δε με γνώριζες

ΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ
Οι στίχοι σου πληγή
στη μεγάλη πρόφαση του χρόνου,
ρολόγι που γυρνά
τους δείχτες ανάποδα,
θάμνος στολίδι των ερειπίων.
Άκουσες το λύκο της μνήμης
να ουρλιάζει την έσχατη αγωνία σου
καλώντας τις εφεδρείες
των κεκοιμημένων.
Είδες ψηλά στα κάστρα
να κυματίζουν μεσίστιες
μαύρες σημαίες της άρνησης
λάβαρα της αμφιβολίας.
Τα θλιμμένα δέντρα
πήραν τη φωνή σου.
Κι ακόμα να πιστέψεις
στο εφήμερο;

ΣΦΙΓΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ

Έτριξαν φρύγανα ξερά στα βήματά του.
Στη φλόγα του σπίρτου πρόβαλαν
πέτρινα πρόσωπα.
Άκουσε να χτυπούν φτερά.
"Οι νυχτερίδες" σκέφτηκε.
Σιγά- σιγά βούλιαζε στο χώμα
σημάδι πως έφτασε στη όχθη.
Αργά και ρυθμικά στα σκοτεινά νερά
σιμώναν τα κουπιά.
Στα σφιγμένα χείλη του
βάραινε το κέρμα.


ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΑ

Είδα τους φίλους μου
-χελιδόνια στα σύρματα του πόθου-
να ετοιμάζουν τα φτερά
για το μεγάλο ταξίδι.
Μικροί ζωγράφοι τ' ουρανού
χρωματίζοντας τα πέτρινα γεφύρια
τρυπώνοντας στις κρυψωνες του Θεού
στους μυρωμένους κόσμους των βάτων.
Ωριμοι για το απόλυτο μηδέν
μαγεμένοι εραστές του απείρου.
Κι όμως πρέπει να μείνω
στου κουρασμένου δέντρου τα κλαριά
στα φύλλα που φτεροκοπούν
την ερημιά του κάμπου.
Ν ακούσω τον καλπασμό της βροχής
στης μνήμης το λιθόστρωτο,
τη ραγισμένη καμπάνα του δειλινού
στους νυχτωμένους δρόμους.
Στο τζάμι που σου χτύπησα
γλιστρά το μέτωπό σου...
Φλογέρα τα κούφια μου κόκκαλα.
Τα δάχτυλα τ΄ ανέμου
ταιριάζουν της αγάπης το σκοπό

ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΦΩΝΗ

Θέλω να σου μιλήσω
με την ελάχιστη φωνή
και τους μεγάλους φόβους μου,
το απομεσήμερο, την ώρα
που οι λυγμοί των καθρεφτών
ταράζουν τα παραπετάσματα ,
και συ μετράς , δακρύπλουτος,
το θησαυρό της θλίψης σου.
Στη φλεγομένη άβυσσο
της μνήμης παρανάλωμα
Με αιχμάλωτα μάτια
στην πικρόχολη θάλασσα.
Γυμνές οι πέτρες
της ετοιμόρροπης πραγματικότητας.

ΙΙ
Παγιδευμένος
σ ένα επώδυνο παραλήρημα
Τί άλλο μου μέλλεται;
Μερίδιο της μοίρας
ο βραδύκαυστος θάνατος.
Τα είδωλα του ύπνου ίχνη ανθρώπων
που ρήμαξαν αγάπες ψεύτρες:
Η ξέφρενη πορεία του Σταμάτη
με ρόδες που στρίγγλιζαν
στον τετελεσμένο μέλλοντα του φορτηγού.
Ο Κώστας , άγουρη πίκρα, να σαπίζει
στα βάθη της μουσικής του Jethro Tal
Ο Βαγγέλης χορευτής να ισορροπεί
στο τεντωμένο σκοινί του ρεμπέτικου καημού...
Ιχνη μαρτύρων, περγαμηνές οδύνης...

ΙΙΙ
Βαρέθηκα τις λέξεις.
Μην κοιτάς την πόρτα που έκλεισε.
Πέρα αστράφτει στο ξέφωτο μια μαγική οδός.
Στο γέρμα τ' Αυγούστου ανοιχτό
το πέλαγος των ονείρων μας.
Αύριο θ αγαπήσουμε ξανά.


Ο ΜΕΣΑ ΔΡΟΜΟΣ

Χαράματα.
Σήμαντρο που στενάζει
στην αμφίστομη μνήμη.
Αυταπάτη της γλώσσας
και κρυψίβουλα χείλη.
Αστροφώτιστος δρόμος
μ' ονειρόδεντρα ...

ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΜA

Μέσα στην κάθε λέξη
προσμένοντας το θάμα.
Φωνή κατεστραμμένη
στα πικραμένα χείλη.
Βυθίζομαι στα φύλλα
πλημμυρισμένος νύχτα.
Έρημος ως τα σπλάχνα

ΑΠΟΥΣΙΑ

Στα ερείπια ενός απέραντου ουρανού
κοχλάζει ο χρόνος.
Η αλήθεια τ' ανέμου
χαράζει ρήγμα μυστικό
στη σκοτεινή οθόνη της νύχτας.
Ανάμεσα σ έρημες βάρκες
μετρώ την άμμο
που κράτησε το χνάρι σου.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Της έσχατης απορίας το γιατί
κίτρινο μελαγχολικό φεγγάρι
στον ουρανό της θλίψης σου.
Και συ γυρολόγος των άστρων
ψυχή αναπεπταμένη
στον άνεμο της μοίρας
να μνημονεύεις άσημα ρήματα
στου Λόγου το αδιέξοδο.
Ωσπου να ρθεί κάποιος
αγαπημένος Αύγουστος
την Κοίμησή σου να εορτάσεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Thursday, October 26, 2006

Η ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΔΩΜΑΤΑ

Φτάνω στην κόλαση αναλφάβητος. Μαθαίνω
τα βογγητά και τον ωμό τρόμο του ξένου.
Ακούω τριγύρα αυτό μονάχα. Να πεθαίνου-
με μ΄ένα "μάνα" στην ψυχή. Διαβαίνει τραίνο

με μηχανοδηγό τυφλό που 'χει βοηθό του
πανέμορφη, φρικτή την τύψη των ανθρώπων,
στη μνήμη των καρφί καιρών, των ένδον τόπων.
Του παντοαδύναμου γαμώ το κέρατό του.

Αίφνης, εδώ θα ψάλλουν δέντρα, ελάτια, πεύκα.
Κι εν τέλει εδώ θ ανθίση ρόδο η δικαιοσύνη.
Θα 'ρθή ο Θεός, κανένα πλέον να μην κρίνη
και θα υψωθή στο φώς μια φουντωμένη λεύκα.

Ουράνια λεύκα που εν τω βίω ποτέ δεν είδα,
να με φέρη σ εσέ τερπνή, αληθής πατρίδα.

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ
(Από το "ΠΡΑΞΗ ΥΠΟΤΑΓΗΣ")

Wednesday, October 25, 2006

XAI - KOY (Της Θάλασσας)

1. Βλέμμα της πέτρας:
Στην άδεια προκυμαία
μες στην ομίχλη

2. Λευκά. Στης μνήμης
ακροβατούν τους βράχους:
Θαλασσοπούλια

3. Στην υγρήν άμμο
η μέρα σπαραγμένη.
Αδύναμο φως

4. Βρεγμένα φώτα.
Στα κάτασπρα βότσαλα
κύμα της ψυχής

5. Στην υγρήν άμμο
βήματα που σβήνονται.
Ο φεύγων χρόνος

6. Φωνές των γλάρων.
Η πέτρα γυμνή στο φώς,
κάθετη μοίρα

7. Ρυθμός της νύχτας
Στον ατράνταχτο βράχο
ήχος κυμάτων

8. Ήχος κυμάτων:
Χρόνος ακατάσχετος
το μέγα μαύρο

Monday, October 16, 2006

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Οι λέξεις εκδικούνται
κατασπαράζοντας το νόημά τους.

Αγρια ζώα οι λέξεις μας
κρυμμένα σε μιά ζούγκλα
μέσα σε λόχμες, στα νερά
των ποταμών χωμένα.
Και πώς ν αντέξουν τη σκλαβιά
στης ποίησης το τσίρκο;
Πως να κλειστεί ένας ουρανός
με τα λαμπρά του αστέρια
μέσα σε γράμματα εφτά,
μέσα σ' εφτά παγίδες;
Η θάλασσα , και πως να κινηθεί
σε φράσεις που δεν τρέχουν;
Οι λέξεις στα κλουβιά τους
μαραζώνουν. Αρνούνται
να χουν για τροφή
ψόφιες, σφαγμένες σημασίες.
Ετσι απ' την πείνα ξετρελαμένες
κάποιο πρωί τα πόδια τους
δαγκώνουν με μανία.

Οι λέξεις εκδικούνται
κατασπαράζοντας το νόημά τους.

Thursday, October 12, 2006

TA MONAXIKA MATIA

Τσαλακωμένα λόγια
κλαίγουν το μεσημέρι
στα λερωμένα πατώματα,
στις σχάρες των υπονόμων,
σπαράγματα βροχής
και ραγισμένο φώς.
Της μνήμης αποτσίγαρα,
δόξα της τέφρας...
Χρυσάφι της νιότης μου
στα χέρια του σπάταλου χρόνου!
Στις πύλες των ονείρων σου,
στα βάθη του καθρέφτη
ξάγρυπνα καραδοκούν
τα μοναχικά μάτια
των προγεγραμμένων.

Tuesday, October 10, 2006

Ο ΡΩΜΑΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ



Δρόμος αρχαίος, ρωμαϊκός, ευθύς και ομαλός
περνά μες απ' την άγονη τη χώρα με τα ρείκια.
Κι αρχαιολόγοι ερευνούν - συγκρίνουν ασφαλώς
το παρελθόν και το παρόν- μετρώντας τα χαλίκια.

Κι η λεγεώνα φάντασμα στον αδειανόν αέρα
με στρατιώτες που φορούν τα κράνη στο κεφάλι
κι υψώνουνε περήφανα τον Αετό τη μέρα,
στο δρόμο το ρωμαϊκό καθώς βαδίζουν πάλι.

Όμως δεν είναι του στρατού τα μπρούτζινα τα κράνη
που την αρχαία δημοσιά στοιχειώνουνε για μένα.
Είναι της μάνας μου η μορφή, π΄ ανέβηκε κι εφάνη
να μ΄οδηγεί τα βήματα, σε χρόνια περασμένα.

(πάνω στο ποίημα του Th.Hardy "ROMAN ROAD" )

Thursday, October 05, 2006

ΣΠΟΥΡΓΙΤΗΣ


Δραγάτης που σκαρφάλωσες στη στέγη μου σπουργίτη
και διαφεντεύεις απο κεί μ' αγέρωχη ματιά,
τη λύπη που με τυραννά, τον πόνο που με πλήττει,
τη μυστική που σέρνεται στα σπλάχνα μου φωτιά.

Στάσου μη φεύγεις ταπεινό πουλί που σε λατρεύω
κι έχω για σένα ψίχουλα μαζί κι ένα σπυρί
μικρό που μοιάζει τις χαρές τις λίγες που γυρεύω
και περισσά ματώθηκα και δεν τις έχω βρεί.

ΤΑΚΗΣ ΚΟΛΙΑΒΑΣ - ΜΟΛΙΩΤΑΚΗΣ
Από τη συλλογή "ΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΡΙΜΕΣ" (1990)

Monday, October 02, 2006

MONAXIKO

Χείλη των σαλών :
Με δέος ψιθυρίζουν
λέξεις ονείρων

ΕΝ ΧΡΟΝΩ ΟΣ ΠΑΡΗΛΘΕΝ


Στη σκιά του Ηλία Λάγιου
Ι
Δεν έχει τίποτα, δεν ξέρει τ' όνομά του.
Των στίχων κουβαλά το πηλοφόρι.
Τα πράγματα ζυγίζουν τα όνειρα του
και τον κοιτάζουν πίσ' από το στόρι

της έσχατης βροχής του. Και τ’ αγόρι
μια προσευχή τραυλίζει του θανάτου.
Της μέθης πορφυρένιο πανωφόρι
και δάκρυα, σταγόνες τ' Αοράτου

π' ακροβατεί στα χείλη της αβύσσου.
Ούτις , ανώνυμος στη χώρα των Κυκλώπων
λαθροπατεί στα σύνορα, - θυμήσου -.
Τώρα στη ψεύτρα μνήμη των ανθρώπων...

Άγνωστε, Ηλία λέω , μη γελάσεις :
Θ' ανταμωθούμε σ' όλες τις κολάσεις.


ΙΙ
Η λίμνη κυματίζει μαύρο ασήμι
σε κέρματα που ξόδεψες τη μέρα.
Της σάρκας το σκοτάδι, το ψοφίμι
των στίχων που μολεύουν τον αγέρα

δεν άντεξες. Το μέτωπο συντρίμμι,
τα μάτια σου ονομάζουν την εσπέρα
κι όνειρα που ξαγρύπνησαν στη μνήμη.
Θα βρήκες το χαμένο σου πατέρα.

Τραγουδιστής, Δημόδοκος και Φήμιος
δε θα σκεβρώσεις γέρος άνευ όρων.
Του εαυτού σου δικαστής και δήμιος
λαθροπατείς στις λέξεις των συνόρων.

Χαμογελάς, Ηλία μες στην εικόνα.
Σημάδεψες για πάντα το χειμώνα


ΙΙΙ
Νύχτα τραυλή, δίχως σκοτάδι, δίχως.
Ποιός πεθαμένος ξαγρυπνά μαζί μου;
Ίσως και νάμουν ποιητής, μα ο στίχος
καταμετρά θανάτους στη ζωή μου.

Σκοτεινό το γέλιο σου κι ο ήχος
νερό γλυφό στη μέση της ερήμου.
Μέσα στη γκρίζα πέτρα του κι ο τοίχος
φωνή που ψιθυρίζει του Ανωνύμου.

Ξέρει να με πονά με χίλιους τρόπους
Ίσκιος που τους φίλους αφαιρεί.
Λείπει από δρόμους κι από τόπους
το σβηστό της μνήμης σου κερί

κι απ' το φθαρμένο σέλας της οθόνης...
Εκπυρούσαι , Λάγιο, ή παγώνεις;



IV

Το ποίημα προσευχή στη μοναξιά σου
κι άγγιγμα μελανόμορφων αγγέλων.
Δεσμώτες αγρυπνούνε στα όνειρα σου
σ' ένα φριχτά στιγματισμένο μέλλον.

Τη μέλαινα , που γνώριζες , αρά σου,
την κολασμένη μοίρα των Οθέλλων,
τώρα που ντύθηκες το θάνατο , στοχάσου,
τον τρυγητή των έρημων αμπέλων.

Στην εκκλησιά πορεύεσαι τ΄ αγέρα
κι ο Χρόνος ο μεγάλος καταλύτης
τη νύχτα σου ζυγίζει και τη μέρα.
Παραληρείς τυφλός μα και προφήτης.

Ηλία, Ηλία, δεν έμαθες ακόμα
ποιός άνοιξε την πέτρα και το χώμα;

Friday, September 29, 2006

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Φεύγουμε φίλε - το βαρκάρη πλήρωσε -
κι έχουμε χώμα στα χέρια και το στόμα.
Μα είν' η φωτιά , που κάποτε μας πύρωσε,
και βγάζει σπίθες και μας καίει ακόμα...

ΓΙΟΥΡΙ ΤΚΑΤΣΕΝΚΟ
(Απόδοση απο τα Ρωσικά Γ.Κ.ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ)

Thursday, September 28, 2006

ΜΙΚΡΗ ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ (Χαι-κου)


1. Κόκκινα χείλη
χωρίς κανένα φόβο.
Θυμήσου σώμα...
************************
2. Σχεδόν σβησμένα
τα λατρεμένα χείλη.
Σκοτεινιάζει...
****************************
3. Είχα το σώμα,
τη σάρκα που ήθελα
ώρες και ώρες
***************************
4. Μνήμη των ωρών:
Στην πέτρα την αρχαία
επιγράμματα.

Wednesday, September 27, 2006

ΑΣΣΟΣ ΣΤΟ ΜΑΝΙΚΙ


Απρίλης 1990. Βουλευτικές εκλογές (οι τρίτες στη σειρά) . Έχω διοριστεί δικαστικός αντιπρόσωπος στο χωριό Κ. της Μαγνησίας . Τμήμα Γυναικών. Η ψηφοφορία κυλά ομαλά. Η εμπειρία μου λέει οτι η μεγάλη φούρια αρχίζει μόλις τελειώσει η εκκλησία , διακόπτεται γύρω στις μία το μεσημέρι και ξαναρχίζει μετά το φαγητό. Όπως το περιμένω ,γύρω στις 11 δημιουργείται μιά μικρή ουρά , αλλά η τάξη αδιασάλευτη. Μία- μία μπαίνουν οι εκλογείς χωρίς θεαματικά και φοβερά.
Τότε γύρω στις 11.30 μιά μαυροφορεμένη ηλικιωμένη γυναίκα , συνοδευόμενη απο μιά καλοντυμένη μεσόκοπη κυρία φθάνουν στην αίθουσα. Η μεσόκοπη με παρακαλεί να πάω κι εγώ στο παραβάν και να βοηθήσω τη γιαγιά να ψηφίσει ( να βάλει τα ψηφοδέλτια στο φάκελο) γιατί τρέμουν τα χέρια της. Ρωτάω άν έχει ψηφοδέλτιο μαζί της η γιαγιά (πράγμα συνηθισμένο στους μεγάλης ηλικίας και ιδίως στους περιορισμένων γραμματικών γνώσεων ψηφοφόρους). Μου απαντάει καταφατικά. Καθώς συνοδεύω τη γιαγιά στο παραβάν ακούγεται η φωνή της μεσόκοπης , προστακτική "Όπως είπαμε, μητέρα..." . Κλείνουμε το παραβάν . Η γιαγιά με τρεμάμενο χέρι βγάζει απ' την τσέπη της ζακέτας ένα ψηφοδέλτιο. Απλώνω το χέρι να το πάρω για να το βάλω στο φάκελο. Με το δάχτυλο στα χείλη μου κάνει νόημα να σωπάσω...Αφήνει το ψηφοδέλτιο στο σωρό. Βγάζει απ' το μανίκι άλλο ψηφοδέλτιο και μου του δίνει να το βάλω στο φάκελο. Τα μάτια της λάμπουν . Της κλείνω πονηρά το μάτι. Μου χαμογελά. Βγαίνουμε. Χαρούμενη ρίχνει στην κάλπη το φάκελο. Ακολουθεί σιωπηλά τη νύφη της .... (Όπως είπαμε, μητέρα) . Η Δημοκρατία έχει νικήσει για ακόμα μιά φορά το Φασισμό....

Tuesday, September 26, 2006

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ


Το κρέπι του φθινόπωρου σκεπάζει μου τα μάκρη,
μιά μπόρα ήλιου στων δασών απλώνεται την άκρη
και το ωραίο όνειρο του θέρους τελειώνει,
σβήνουνε τ' άστρα της ζωής τα πλέον φωτεινά.

Κάποια σκιά διαβαίνει. Στα πόδια μου μπροστά
να πέσει αφήνει ένα τσαμπί κόκκινες ρόγες.
Στέκομαι, την κοιτάζω, μέσα στα δέντρα να γυρνά
και κρύος αγέρας με φυσά, χαιρετισμός θανάτου.

RICARDA HUCH (1864-1947)
(Ελεύθερη απόδοση από τα Γερμανικά Γ.Κ.ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ)

Monday, September 25, 2006

ΠΑΙΔΟΥΛΑ

Κρέμονται απόψε ως με τη γη βαριά τσαμπιά τ' αστέρια.
Καιρός του τρύγου στ΄ουρανού το ασημένιο αμπέλι.
Μα είναι μικρά και δε μπορούν τα τρυφερά της χέρια
να κόψουνε το πιό λαμπρό, που για παιγνίδι θέλει.

Κι έτσι όπως στέκει και γελά και το χεράκι απλώνει
παιδούλα, που είν' του πιό μικρού αγγέλου αγαπημένη,
θαρρείς και γέρνουν μονομιάς του Σύμπαντος οι κλώνοι
να πέσουν στα πόδια της, πιστοί κι υποταγμένοι.

Sunday, September 24, 2006

ΤΟΥ ΧΙΝΟΠΩΡΟΥ Η ΠΛΗΓΗ

Φλούδες ονείρων πέφτουνε στη γή
Κομμάτια μιάς αγάπης ξεραμένα…
Το καλοκαίρι τώρα τέλειωσε για μένα
Κι ανοίγει πάλι του χινόπωρου η πληγή.

Του έρωτα μου πώς ν αντέξω τη σιγή;
Τα σύρματα του πόθου μου κομμένα.
Πρόσωπα που κοιτάζουνε θλιμμένα
κι όλα ετοιμάζουν μιαν αγύριστη φυγή.

Ό,τι αγάπησα μαραίνεται και σβήνει.
Τον ίσκιο μου γαβγίζει το σκυλί
και φτάνει της βροχής το κρύο φιλί
τη σκονισμένη σάρκα να μου πλύνει.

Κι ακόμα το τραγούδι, το τραγούδι,
όμοιο με της αράχνης τον ιστό
πάν' από το βωμό μου το σβηστό
απλώνεται σαν πένθιμο λουλούδι.

Saturday, September 23, 2006

ΒΡΟΧΗ












Στάλες αργές, μονότονες στα φύλλα,
που κλαίνε σιωπηλά το χωρισμό.
Στο δρόμο που δεν έχει γυρισμό
τρέμουν κρυφά τα μέταλλα τα ξύλα.
------------
Και μέσα μου ξυπνά μ΄ ένα λυγμό
του κόσμου το πανάρχαιο σαράκι.
Και χύνεται της μνήμης το φαρμάκι
στου νου μου τον αδιάκοπο σφυγμό.
------------
Θολό μες απ' τα σύννεφα το φώς
τα μάτια μου βαραίνει μουσκεμένο
και μάταια ν αστράψει περιμένω
κι ο έρωτας του πόνου αδερφός.
------------
Είν' έρμαια στα χέρια του κενού
του κόσμου όλα τα ύψη και τα βάθη.
Στον κήπο της αγάπης που εμαράθη
πέφτουν πικρά τα δάκρυα τ' ουρανού.
**********************************
Από τη συλλογή "Το ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ"

Thursday, September 21, 2006

ΛΥΚΟΣ

Στον Βάνια

Της θλίψης μου χαράξαν το γρανίτη
τα λόγια σου, παράξενη βροχή...
Κι ο λύκος , μ' ανεμόδαρτη ψυχή
ουρλιάζει στης καρδιάς μου το φεγγίτη.

ΓΙΟΥΡΙ ΤΚΑΤΣΕΝΚΟ
(Απόδοση από τα Ρωσικά Γ.Κ.ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ)

Wednesday, September 13, 2006

ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ









Αγέρας τη σέρνει. Φτερουγίζει
μια γαλάζια πεταλούδα, μικρή.
Ένα ρίγος ιερό από σεντέφι
λάμπει, αστράφτει και περνά.
Έτσι με ματιά που πεταρίζει
στον αγέρα που φεύγει αντικρύ
είδα την ευτυχία να μου γνέφει
να λάμπει , ν αστράφτει, να περνά ...

HERMANN HESSE "BLAUER SCHMETTERLING"
(Απόδοση στα Ελληνικά Γ.Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ)

Monday, September 11, 2006

ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ (και άλλα σπαράγματα)










1. 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ......

Κάθε χρόνο , την ίδια πάντα μέρα, προβάρει στον καθρέφτη (χαλασμένο απο την υγρασία) το φράκο για την απονομή. Περισσεύει λίγο η ουρά του....

2. Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Κάθε πρωί μπροστά στον καθρέφτη μονολογούσε: "Τι μεγάλος ποιητής κατάντησα..."

3. Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΑΝΟΥΣ

Μπροστά στον καθρέφτη , έκπληκτος, παρατήρησε το προφανές: Πολλαπλασίαζε την πραγματικότητα επί δύο

4. ΔΕΛΕΑΡ

Μαύρη σκιά που φτερουγίζει σε μιά αρχαία προσευχή...Στο βάθος πέφτει μαύρη νύχτα. Μέσα στο βυθό της μοναξιάς μου ακούω το μαύρο, μαύρο, μαύρο λύκο να ουρλιάζει για το χαμένο κουτάβι στα περιχωρα της Αντιόχειας.

5. ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ

Και κείνος ο καθρέφτης , προβοκάτορας του χρόνου, να ψιθυρίζει ακατάπαυστα "Venceremos , venceremos..."

6. ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΝΤΩΝ

Στη θύρα του λόγου, με το χέρι απλωμένο, μιά μερίδα φωτός ζητιανεύοντας... Δια την ελπίδα την αποκειμένην ημιν εν τοις ουρανοίς....

7. ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

Λόγια, κούφια λόγια, μάταια λόγια.... Νομίσματα της Ουτοπίας. Κολλυβιστή του ονείρου, στον Παράδεισο, με πόσο φως εξαργυρώνουν το σκοτάδι;

LUCIDA INTERVALLA



Στη μνήμη του Β.Π

«ονειρόφαντοι δε πενθήμονες»

Ι

Μικρά φτερά στο φεγγαρόφωτο σαλεύουνε στον ίσκιο του συννέφου. Τρέμουν δαφνόφυλλα στ’ αγέρι. Ψίθυροι σκοτεινού χρησμού. Κήρυγμα του γρύλου στο σκοτάδι. Ένα καντήλι αιωρείται. Διαβαίνουν είδωλα καμόντων. Κρέμεται στα χείλη μου κραυγή. «Τι τους αναλωθέντας εν ψήφω λέγειν; Τους ζώντας δ αλγείν χρή τύχης παλιγκότου»

ΙΙ

Πίσω απ’ τα δέντρα χάθηκε κρώζοντας το κοράκι . Σωπαίναν τα καλάμια στην ακροποταμιά. Στις φλέβες μου κυλούσε το σκοτάδι. Σχεδόν σβησμένα τα αντικρινά βουνά. Ταξίδευα στο χρόνο του λυγμού , καντήλι δίχως λάδι. Κι ο ταραγμένος ίσκιος σου με πρόσμενε, διψασμένος φωτεινά διαλείμματα, ουρλιάζοντας στο αίμα της Κασσάνδρας «ιω, ιώ…κακόποτμοι τύχαι παλαιάς τήσδε αμαρτίας δόμων» . Πάνω σε σφραγισμένα χαρτιά ψηλαφούσα την ώρα που μετρήθηκε η ψυχή σου….

ΙΙΙ
«…ο καθού η αίτησις από του έτους ….. προσβληθείς εκ φρενικής τινός νόσου (μανιοκαταθλιπτικής ψυχώσεως) και στερηθείς ως εκ ταύτης της χρήσεως του λογικού του, ενεκλείσθη κατά το έτος ….. προς νοσηλείαν εν αρχή μεν εις το Δημόσιον Ψυχιατρείον Αθηνών, είτα εις το Φρενοκομείον Κερκύρας. Εγκατασταθείς μετά την εκ του τελευταίου νοσοκομείου έξοδόν του εν τω χωρίω του …. εις ευτελεστάτας τιμάς και όλως αδικαιολογήτως εξεποίησε πλείστα περιουσιακά αντικείμενα ως και έπιπλα και σκεύη της οικίας του. Καταστάς ούτω επικίνδυνος ενεκλείσθη εκ νέου εις το Δημόσιον Ψυχιατρείον Αθηνών …. Εκ του οποίου εξήλθε ουχί ως πλήρως ιαθείς, αλλά διότι αι εκδηλώσεις ας παρουσίαζε ψυχικής διαταραχής «ελαφρά πολυλογία και ευφορία» δεν εδικαιολόγουν την περαιτέρω εν τω νοσοκομείω τούτω παραμονήν του. Επανελθών…. την αυτήν ως πρότερον εξηκολούθησε συμπεριφοράν κτυπών τους διαφόρους στενούς συγγενείς του και κατασπαταλών αδικαιολογήτως την περιουσίαν του, καταληφθείς δε υπό της ψευδαισθήσεως ότι είναι ως εκ της μεγάλης του ικανότητος προωρισμένος να αναμορφώση και να προαγάγη τον αγροτικόν κόσμον ………. ήρξατο συγγράφων μακροσκελείς και ασυναρτήτους επιστολάς προς διαφόρους κατοίκους απευθυνομένας εις τα οποίας εμφανιζόμενος ως διευθυντής άλλοτε μεν «Συνδέσμου Αγροτισμός» άλλοτε δε «Γεωργικού και Εμπορικού Γραφείου ο Τριπτόλεμος» και εκθέτων τας αρχάς υφ ών διαπνέεται και τους σκοπούς ούς επιδιώκει, ομιλεί κατά τρόπον έκδηλον καθιστώντα την ψυχικήν αυτού διαταραχήν…..Και είναι μεν αληθές ότι , κατά την υπό του δικαστηρίου γενομένην εξέτασίν του , δια των ευστόχων απαντήσεων του επί των υποβληθεισών αυτώ διαφόρων ερωτήσεων , και της προσπαθείας ήν κατέβαλε να δικαιολογήση την σύνταξιν των ως είρηται επιστολών, αφήκε την εντύπωσιν ανθρώπου υγιώς σκεπτομένου , εκ των ευφυεστέρων αγροτών κατοίκων της περιφερείας, πλην η τοιαύτη του εμφάνισις , οφειλομένη ίσως και εις διάλειμμα εχεφροσύνης , ουδαμώς διαπιστοί πλήρη υγείαν…….»

IV

Αθώος μέσα στην τρέλα σου ή τρελός μέχρις αθωότητος…. Ποιος ήλιος της δικαιοσύνης , σου έκοψε την ανάσα - καθώς γυρνούσες ασκεπής στ’ αλώνια – ντάλα μεσημέρι , Ιούλης του 38 και σωριάστηκες στην αυλή του πρώτου αγροτόσπιτου , με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό και μια λέξη στο στόμα σου άσπαστη «Μαρία…» ;

Ο ΜΕΓΑΣ ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ










Μνήμη Μ.Π.

Γυρνούν οι δείχτες, χωρίς να βιάζονται, σβήνουν με σιγουριά τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια... Στην παιδική μου μνήμη, μαυροντυμένη, σ' ένα κρεβάτι χρόνια δέκα κατάκοιτη, ίδιο στοιχειό. Αγέλαστη, ρυτιδωμένη, σκοτεινή.....Ένα πηγάδι θανάτου, που μέσα στο νερό του χάνονταν της νύχτας τ' αστέρια.Ξεκοκκίζοντας σπυρί σπυρί κεχριμπαρένιες χάντρες. Και τα όνειρα νάρχονται στον ύπνο , στο λήθαργο, στο κάρωμα... Θολά ποτάμια, μνήματα παιδιών, φυλακές, ένας τρελός, σταροχώραφα, καλαμιές και φωτιές, πυρκαγιές, σπίτια που καίγονταν, τουφεκιές, φοβισμένα βήματα στη νύχτα, κοράκια στα κλαριά κι ο βάλτος, πάντα ο ατέλειωτος βάλτος...Εκεί, στην κάμαρά σου, μικρό παιδί, να συλλαβίζω αργά τα πρώτα μου γράμματα. μαθαίνοντας ανάγνωση στο μεγάλο κιτρινισμένο βιβλίο. Γυρεύοντας τις λέξεις να ξηγήσω τα όνειρά σου. Με μιά πικρή αθωότητα... Γιαγιά, μεγάλη μάνα, σαράντα χρόνια τώρα , κι ακόμα να εξαντλήσω το Μέγα Ονειροκρίτη...

Friday, September 08, 2006

ΜΕΛΙΚΑ










Σπιτάκι αποξοχάρικο, αποσπερινό χλωμό.
Κι οι δυό μας κάτω απ' το φτωχό του γείσο...
Να μην τολμώ τους άγουρους καρπούς σου να τρυγήσω-
να μην τολμώ.

Ν' αποξεχνιέται η μάνα σου, στη βρύση και να αργεί
(ρίγη παλιά που δεν θα ξανατύχω...)
Να σπάζει ο ήλιος τα χρυσά δοξάρια του στον τοίχο
κι οι σπίνοι να το λένε στη φραγή.

Συχνό δαχτυλομίλημα, τρεμάμενη φωνή...
Χειλάκια ξεδιψαστικά- πανσέδες ματωμένοι.
Να συμφωνεί για το φιλί ως κι η ελιά η σκυμμένη-
το κόρο των πουλιών να συμφωνεί.

Μα εμείς να σβήσει αφήσαμε κείνη η φωτιά η καυτή
κι αφίλητοι χωρίσαμε. Μα απόμεινε , Μελίκα,
το που δε φιληθήκαμε να ναι η πικρή μας γλύκα-
η πιό γλυκά μας πίκρα να' ναι αυτή.

Μενέλαος Λουντέμης (1912-1977) "ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ"

Wednesday, September 06, 2006

ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΟΝ




Φεύ, χρήν βροτοίσιν των φίλων τεκμήριον

σαφές τι κείσθαι και διάγνωσιν φρενών,

όστις τ' αληθής, έστιν ός τε μη φίλος.

Δισσάς τε φωνάς πάντας ανθρώπους έχειν

την μεν δικαίαν, την δ όπως ετύγχανεν,

ως η μεν φρονούσα τ'άδικ' εξηλέγχετο

προς δε της δικαίας, κουκ άν ηπατώμεθα

Αχ έπρεπε οι ανθρώποι νάχουν για τους φίλους

ξεκάθαρα σημάδια και να ξεχωρίζουν

ποιός είναι και ποιός όχι αληθινός τους φίλος.

Και δυό τρόπους μιλιάς οι ανθρώποι νάχουν όλοι,

δίκια τη μιά, την άλλη όπως τόφερε η τύχη,

για νάπιανεν η δίκια αυτήν, που θάχε εντός της

άδικες σκέψεις, κι έτσι δε θα μας γελούσαν

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ "ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ" (στ. 925-931)

(μετάφραση Κ. ΚΟΝΤΟΥ )

ΤΗΝ ΩΡΙΜΗΝ ΕΙΚΟΝΑ

Την ώριμην εικόνα μου κοιτάζω
στο σκονισμένο τζάμι του καθρέφτη.
Μορφή, π' ολο μαραίνεται και πέφτει
σαν άνθος, που ξεχάστηκε σε βάζο.

Στο πρόσωπο που φλέγεται, διαβάζω
τη μαρτυρία του πόνου, κάποιου ψεύτη.
Το χρόνο, της αγάπης μου τον κλέφτη
βλέπω να μ' αγκαλιάζει και τρομάζω.

Ξεράθηκαν κι ασπρίσανε τα χείλη
κι είναι στιφά σα φλούδι απο λεμόνι.
Ο αιώνιος τρυγητής μ' αργοσιμώνει
το πρόσκαιρο να κόψει το σταφύλι.

Ξεφεύγει απο τα χέρια μου η ζωή
και σα γυαλί συντρίβεται στο χώμα.
Γύρω σιωπή και μάχεται στο στόμα
η τελευταία κι η πρώτη μου πνοή


Από τη συλλογή "ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ" (1997)

Monday, September 04, 2006

ΔΙΧΩΣ ΕΣΕ ΔΕ ΘΑ ΒΡΙΣΚΑΝ











Δίχως εσέ δε θα 'βρισκαν
νερό τα περιστέρια

Δίχως εσέ δε θ ΄ άναβε
το φώς ο Θεός στις βρύσες του

Μηλιά σπέρνει στον άνεμο
τ άνθη της. Στην ποδιά σου
φέρνεις νερό απ' τον ουρανό
φώτα σταχυών κι απάνω σου

φεγγάρι απο σπουργίτες

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991)

Saturday, September 02, 2006

ΔΑΣΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ




















Από την παραπάνω συλλογή


Πάνω μας τ' ουρανού το μάτι
με τ άσπρο σύννεφο στο πλάι.
Εσύ, μια Σφίγγα που γελάει,
κι εγώ της ερημιάς κομμάτι.

Κι όλο το φώς ν' ανηφορά
στην καταπράσινη γαλήνη.
Δάσος ο έρωτας και κλείνει
τη θλίψη, που δεν προχωρά.

Βρυσούλα, γάργαρο νερό.
τρέχει στο διάφανο ρυάκι.
Σέρνει και μένα, ξυλαράκι
σπασμένο κούφιο και ξερό.

Αχ! Τώρα κελαηδά τ΄ αηδόνι:
Κάνε κι αυτό, κι αυτό το λάθος.
"Και δίχως το μοιραίο πάθος
πάλι ο καιρός θα σε πληγώνει"

Thursday, August 31, 2006

Κ' ΕΠΡΕΠΕ






















Κ΄έπρεπε ν΄αρρωστήσεις και να γείρης
εκεί πέρα στο απόμερο κλινάρι
για να βρεθώ της μοναξιάς σου κύρης
και της νύχτας αρρώστιας σου φεγγάρι.
Κι αν πάη της νιότης το μαργαριτάρι
στο υγρό απο δάκρυα χώμα να μου σπείρης
έλα, της καλοσύνης το σιτάρι.
Τη σκέψη μου σκληρά πιά μην τη δείρης.
Της αρρώστιας η μοναξιά απ' την έρμη
ζωή μέσα στη βοή , μακραίνοντάς μας
- κι ας την καίη την άθλια σάρκα η θέρμη.-
δροσολογάει τα φύλλα της καρδιάς μας.
Στο μολεμένο ιερό για κάμε αγία
να γρικηθή σαν πρώτα η λειτουργία

Κωστής Παλαμάς Από "ΤΑ ΔΕΚΑΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ"

ΕΤΡΕΜΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ




















Είπα "σε αγαπώ"
και το κύμα σπούσε
σιγαλό απαλό
σα να ξεψυχούσε.

Είπα "σε αγαπώ"
κι έτρεμε το αέρι
σάμπως στη φωνή
να έκλαιε ένα αέρι

Είπα "σε αγαπώ"
κι έπεφτε το βράδυ,
σάμπως στη φωνή
να έτρεμε ένα βράδυ

Κώστας Χατζόπουλος (1868-1920)

Wednesday, August 30, 2006

ΑΧ ΝΑ Σ΄ΑΚΟΥΣΩ

Αχ, να σ' ακούσω πάλι, λάλει μου,
κάτι ανασταίνεις στην ψυχή μου.
Μες στων Σειρήνων το νησί που επέρασα
εχάθηκαν οι σύντροφοί μου.

Των αναστεναγμών των αλησμόνητων
με πλημμυρίζει ο αντίλαλος,
άχ, να σ' ακούσω πάλι, λάλει μου,
μες στην ψυχή μου ξαναμπαίνει ο σάλος...

Γιάννης Καμπύσης (1872-1901) "ΑΠΑΝΤΑ" (1972 Επιμ. Γ. Βαλέτα)

Monday, August 28, 2006

ΟΙ ΛΕΥΚΕΣ (1)

Στου δρόμου τ άσπρο μάκρος
δεξά ζερβά μας
το χαιρετούνε λεύκες
το πέρασμά μας

Χαιρέτισμα απο ύψη
γαληνεμένα
στα λαχταρίσματα όλα,
σ΄ εμέ, σ΄ εσένα.

Μας άκουσαν , μας είδαν
και μας γνωρίζουν
οι ολόρθες τρανές λεύκες.
Και ψιθυρίζουν

Και ψιθυρίζουν. Γέρνουν
για να μας πούνε
τα δεν εδόθη ως τώρα
να γρικηθούνε

Για να μας πούν, ω γλώσσα
των αιθερίων
το μυστικό το μέγα
των μακαρίων.

Μα πρίν εκείνο λάμψη
εντός σου, εντός μου
το δράχνει και το πνίγει
ο αχνός του κόσμου.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Από το "Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ"

Friday, August 25, 2006

ΑΔΕΙΟ ΠΑΚΕΤΟ

Άδειο πακέτο απο τσιγάρα
θα μας πετάξουν στο σωρό.
Της ποίησης δώρο και κατάρα
να κουβαλάμε το σταυρό

Μύλος π' αλέθει μόνο λύπη
κύμα που γλύφει τα κουπιά...
Μην είν' η αγάπη που μας λείπει
κι έγινε τύψη τώρα πιά;

Thursday, August 24, 2006

ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ (ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ)





















Μερικές από τις προφητείες του αγίου (από το βιβλίο του μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη "ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ)

1. "Θα δήτε στον κάμπο αμάξι χωρίς άλογα να τρέχη γρηγορώτερα από τον λαγό".
(Ελέχθη εν Βουλιαράταις παρά την Δρόπολιν).

2. "Θαρθή καιρός που θα ζωσθή ο τόπος με μια κλωστή".
(Ελέχθη εν Άσσω της Κεφαλληνίας).


3. "Θαρθή καιρός που οι άνθρωποι θα ομιλούν από ένα μακρυνό μέρος σε άλλο, σαν νάνε σε πλαγιανά δωμάτια, π.χ. από την Πολι στη Ρωσία".


4. "Θα δήτε να πετάνε άνθρωποι στον ουρανό σαν μαυροπούλια και να ρίχνουν φωτιά στον κόσμο. Όσοι θα ζουν τότε θα τρέξουν στα μνήματα και θα φωνάζουν: Εβγάτε σεις οι πεθαμένοι να μπούμε μεις οι ζωντανοί".


5 . "Το κακό θα έλθη μέχρι τον Σταυρόν και δεν θα μπορέση να πάη κάτω. Μη φοβηθήτε. Μη φύγετε από τα σπίτια σας".

(Ελέχθη εις την περιοχήν Πολυνερίου Γρεβενών. Πράγματι τω 1940 οι Ιταλοί έφθασαν μέχρι την τοποθεσίαν Σταυρός, όπου είχε κηρύξει ο Άγιος, και εσταμάτησαν).


6. "Όταν θα πέση ο κλώνος (που είνε στημένος ο Σταυρός), θα γίνη μεγάλο κακόν, που θα έλθη από το μέρος όπου θα δείξη ο κλώνος· και όταν θα πέση το δένδρον, θα γίνη ένα μεγαλύτερον κακόν".

(Ελέχθη εις χωρίον Τσιράκι (σήμερον Άγιος Κοσμάς) Γρεβενών. Πράγματι τω 1940 έπεσεν ο κλώνος και ο Σταυρός προς το μέρος της Αλβανίας, όθεν επετέθησαν οι Ιταλοί, και τω 1947 το δένδρον, ότε η περιοχή κατεστράφη εντελώς από τον συμμοριτοπόλεμον).

Tuesday, August 22, 2006

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ







Έπειτα υψώθηκες στον ορίζοντα
χαρταετός αυτοαναιρούμενος αυτοσαρκαζόμενος
και πως να συμμαζέψεις τα ζύγια σου;
Που καιρός είπες. Έτσι κι αλλιώς
αυτή η χώρα με απωθεί, με εμπαίζει
Έκθαμβες ανυψώσεις, ιλαρές πτώσεις...
Κάπου ανάμεσα η βίαιη αφύπνιση
που αδυνατεί να ανατρέψει
προαποφασισμένες ισορροπίες.
Στο τέλος , πρίν καν αρχίσει η τελευταία πράξη
φωνή σπαραχτική σαν έγγιγμα λεπίδας στο στέρνο,
ανίκανη πιά να δονήσει, αποδράς έκπτωτος
πορφυρό ιμάτιο χλεύης.
Σταυρωμένος ήδη ανάμεσα σε ηλεκτροφόρα καλώδια
και κεραίες.

Από τη συλλογή του Μιχάλη Π. Δελησάββα "ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ" (1989)

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

Για να τιμούμε , όσους ομορφαίνουν τη γλώσσα

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

Κάθε που γράφω για θάνατο
βαθαίνει ο στίχος
σα λάκκος

ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Τη νύχτα έφτασα στη θάλασσα
Ηταν βουβή και πάνω της τ αστέρια
τ΄ αμέτρητα κι΄ολόλαμπρα επίθετά της

Γιάννης Πατίλης (1947- )

Ο ΠΟΙΗΤΑΚΟΣ












Από την ποιητική συλλογή του Αμερικανού Ποιητή Edgar Lee Masters "Η ανθολογία του Σπουν Ρίβερ" (σε μετάφραση Σπύρου Αποστόλου - εκδόσεις GUTENBERG 1995)

Ο ΠΟΙΗΤΑΚΟΣ

Σπόροι μέσα σε τσόφλι ξερό
τικ, τικ,τικ τικ, τικ, τικ, σκαθάρια που μαλώνουν
- ίαμβοι αναιμικοί που ο ισχυρός άνεμος ξυπνάει -
αλλά μ' αυτόν τον πεύκο κάνει συμφωνία.
Τριολέτα,βιλανέλες, ροντέλα και ρόντα ,
μπαλάντες πάνω στο σκοπό της ίδιας παλιάς σκέψης:
Τα χιόνια και τα ρόδα τα χτεσινά χαθήκαν
Και τι άλλο είναι η αγάπη από ένα ρόδο που μαραίνεται;
Η ζωή ολόγυρά μου εδώ στο χωριό:
Τραγωδία, κωμωδία,αντρεία και αλήθεια,
θάρρος συνέπεια, ηρωισμός αποτυχία -
όλα στον ίδιο αργαλειό, κι ω πόσα σχέδια!
Δάση, λειμώνες χείμαροι και ποτάμια -
σ' όλο το μάκρος της ζωής μου ήμουν τυφλός γι΄αυτά.
Τριολέτα, βιλανέλες, ροντέλα και ρόντα,
σπόροι μέσα σε τσόφλι ξερό ,τικ, τικ, τικ
τικ, τικ, τικ, τι ίαμβοι αναιμικοί,
ενώ βρυχώνται στους πευκώνες ο Ομηρος και ο Γουίτμαν

Monday, August 21, 2006

XAI - KAI

Από τα χαι- κάι του Ανέστη Ευαγγέλου (1933-1994)

Αχ το αίμα, το αίμα
αδέρφια μου που εχύθη
που να το κρύψω;

Καλά οι μεγάλοι.
Απ των παιδιών τα μάτια
πώς θα γλιτώσεις;

Τα γυμνά δέντρα
ν αποφεύγεις: θυμίζουν
την ερημιά σου.

Τα πράγματα είναι
αλύπητα μαχαίρια:
σ' 'έχουν χαράξει

Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ

Πως τόλμησα , Κύριέ μου, να σου απλώσω
το χέρι, ενώ δεν ήταν καθαρό!
Στα χείλη σου να φέρω, αντίς για δρόσο,
θολό και της αγάπης το νερό!

Να έπρεπε το ρηθέν να γίνη ωστόσο
και ν ανεβής επάνω στο σταυρό,
κι έπρεπε , ακόμα, εγώ να σου καρφώσω
της απιστίας τη λόγχη στο πλευρό.

Τώρα, απ' τον τάφο σου, ποιού Αγγέλου χέρι
της τύψης μου την πέτρα θα κυλήση;
Στον κορβανά τ΄ αργύρια ποιός θα φέρη

στο δρόμο μου ποιός θα με σταματήση;
Μ' έκραξαν ; Ω γνωρίζω τη λαλιά σου:
"Περιπλανώμενε, επί τέλους, στάσου!"

Μελισσάνθη (1910-1990)

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ

Σύντροφοι
ακόμα και τη μοναξιά μου
τη χρωστάω σε σας.
Χωρίς εσάς δε θα την ένιωθα
ως τις ακραίες της συνέπειες,
δε θα την αναζητούσα,
χωρίς εσάς δε θα την απαρνιόμουν

Τίτος Πατρίκιος "ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ"

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

Άξιον εστί το χέρι που επιστρέφει
απο φόνο φρικτό και τώρα ξέρει
ποιό το νύν ποιό το αιέν του κόσμου

Οδ. Ελύτης "ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ"